αερολόγημα

αερολόγημα
το [αερολογώ (Ι)]
συνήθως στον πληθ. τα αερολογήματα
οι αερολογίες (βλ. αερολογία Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αερολογώ — (I) λέγω «λόγια τού αέρα», φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος. ΠΑΡ. αερολόγημα]. (II) ( έω) Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω ||. μέσ. 1. δροσίζομαι 2. παθαίνω ψύξη, κρυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + παραγ. κατάλ. λογώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”